- αγκελώνω
- βλ. αγκυλώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
αγκυλώνω — (και αγκελώνω),αγκύλωσα, αγκυλώθηκα, αγκυλωμένος 1. κεντώ, τρυπώ: Πήγα να κόψω το τριαντάφυλλο κι αγκυλώθηκα. 2. πειράζω, πληγώνω: Τα λόγια του μ αγκυλώσανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)